σκλήρυνση κατά πλάκας

σκλήρυνση κατά πλάκας
(Ιατρ.). Χρόνια νόσος του εγκεφαλονωτιαίου μυελού, χαρακτηριζόμενη ανατομικά από περιοδική καταστροφή και ανάπλαση της μυελίνης ουσίας των νευραξόνων· κλινικά χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό συμπτωμάτων, από τα οποία περισσότερο σημαντικά είναι ο τρόμος, ο νυσταγμός, η συλλαβιστική-σπασμωδική ομιλία, η αύξηση των τενοντίων αντανακλαστικών και άλλα σπαστικά φαινόμενα. Πρόκειται για αρκετά διαδομένη νόσο, που προσβάλλει σχεδόν πάντα άτομα ενήλικα, μεταξύ είκοσι και σαράντα ετών. Η αιτία της νόσου δεν είναι ακόμα γνωστή. Η πρόγνωση σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολη· μερικά άτομα πεθαίνουν σε λίγους μήνες, ενώ σ’ άλλα η νόσος διαρκεί για αρκετές δεκαετίες, με υφέσεις μεγάλης διάρκειας· μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμιά ειδική θεραπευτική αγωγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • ιντερλευκίνες — Ομάδα πρωτεϊνών που ανήκουν στις κυτταροκίνες, δηλαδή στη μεγάλη κατηγορία διαλυτών μορίων που είναι υπεύθυνα για την επικοινωνία των κυττάρων κατά τη διάρκεια των ανοσοποιητικών αποκρίσεων. Συμβολίζονται ως IL· μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί… …   Dictionary of Greek

  • αδιαδοχοκινησία — Σύμπτωμα διαφόρων παθήσεων της παρεγκεφαλίδας (σκλήρυνση κατά πλάκας, ατροφία, αιμορραγία κλπ.). Σημαίνει την ανικανότητα του αρρώστου να εκτελέσει διαδοχικά ορισμένες κινήσεις, όπως π.χ. να γυρίζει το χέρι του μια πάνω μια κάτω …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”